- λιπανδρία
- λῐπανδρ-ία, ἡ,A want of men, Str.13.1.32, J.BJ3.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπανδρία — λιπανδρίᾱ , λιπανδρία want of men fem nom/voc/acc dual λιπανδρίᾱ , λιπανδρία want of men fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπανδρία — λιπανδρία, ἡ (Α) βλ. λειπανδρία … Dictionary of Greek
λειπανδρία — και λιπανδρία, ἡ (Α) λειψανδρία, έλλειψη ανδρών («ἡ γὰρ χηρεία λειπανδρία τίς ἐστιν, οὐκ ἀφανισμὸς τέλειος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαρακτηριστική περίπτωση ρηματικού συνθέτου που για τον σχηματισμό του χρησιμοποιήθηκαν διάφορα θέματα (ενεστωτικό,… … Dictionary of Greek